aîné - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

aîné - translation to ρωσικά


aine         
I {f} {анат.}
пах
pli de l'aine — паховая складка
II {f}
вертел ( для копчения сельди )
aine         
{f} nax;
hernie de l'aine - паховая грыжа
aîné         
старший;
mon frère aîné - мой старший брат;
{ m, f}:
старший брат, сестра; старший сын, дочь; старший;
mon aîné a 10 ans - моему старшему [сыну] десять лет;
les aînés - старшие;
écoutez vos aînés - послушайте старших [людей старше вас];
c'est mon aîné de 2 ans - он старше меня на два года

Βικιπαίδεια

Aine
vignette|Région inguinale (en jaune avec [3] : [[canal inguinal) et pubienne (en bleu).]]
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aîné
1. Son fr';re aîné, Julien, n‘en avait pas voulu auparavant.
2. Ce fils de tailleur juif rejoint son fr';re aîné ŕ Paris en 1'36.
3. Et puis quand mon fils aîné était adolescent, nous avons eu des difficultés.
4. Celle de Jean–Christophe, le fils aîné, mais surtout celle de sa m';re, Danielle.
5. Le fils aîné de Yannick a remporté pour la deuxi';me fois le championnat universitaire américain.